- ὁμαίμου
- ὅμαιμοςof the same bloodmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομαιμοσύνη — η (Α ὁμαιμοσύνη) [όμαιμος] η ιδιότητα τού ομαίμου, η εξ αίματος συγγένεια … Dictionary of Greek